βρομοκοπώ — ( άω) 1. αναδίδω βαρύτατη δυσοσμία, βρομάω φοβερά 2. μεταδίδω κακοσμία σε κάτι ή λερώνω κάτι … Dictionary of Greek
-κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… … Dictionary of Greek
βρομολογώ — ( άω) 1. λέω βρομερά λόγια 2. βρομοκοπώ … Dictionary of Greek
βρόμα — η 1. κακοσμία, δυσωδία 2. ακαθαρσία 3. (για γυναίκα) ανήθικη, πόρνη 4. (για άντρα) αισχρός, ελεεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρομώ (Ι), με υποχωρητικό σχηματισμό ή < αρχ. βρώμα «δυσώδης φαγέδαινα του στόματος». Περισσότερα για την ετυμολογία και τη… … Dictionary of Greek
γυαλοκοπώ — ( άω) είμαι στιλπνός, λάμπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυαλί + κοπώ < κόπος < κόπτω (πρβλ. βρομοκοπώ, γλεντοκοπώ, μεθοκοπώ)] … Dictionary of Greek
βρομοκοπάω — (σπάν. βρομοκοπώ), βρομοκόπησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: βρομοκοπάω : για τη γραφή με ο (και όχι με ω) ακολουθούμε την ετυμολογία του Ανδριώτη … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φλομώνω — φλόμωσα, φλομώθηκα, φλομωμένος, και φλομιάζω φλόμιασα, φλομιάστηκα, φλομιασμένος, 1. μτβ., ναρκώνω τα ψάρια ρίχνοντας φλόμο (βλ. λ.) στη θάλασσα, ναρκώνω, αναισθητοποιώ. 2. σκορπίζω ολόγυρα καπνό ιδίως δύσοσμο, σκορπίζω άσχημη μυρουδιά, κάνω την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)